ψυχομαχώ

ψυχομαχώ
ψυχομαχῶ, -έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Ν
είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδι
β. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῑ ἀδελφός μου», Πρόδρ.
γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῡντας...», Αθανάσ.)
αρχ.
πολεμώ απεγνωσμένα για ζωή και θάνατο, μάχομαι μέχρις εσχάτων («τὸ μὲν ψυχομαχεῑν μέχρι τῆς ἐσχάτης ἐλπίδος ἀπεδοκίμαζε», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. θαλασσο-μαχῶ. Η αρχική σημ. τού ρ. είναι «μάχομαι μόνο με την ψυχή, χωρίς ελπίδα, απεγνωσμένα», από όπου η σημ. «είμαι ετοιμοθάνατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψυχομαχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψυχομαχώ — και ψυχομαχάω ψυχομάχησα, παλεύω με το θάνατο, βρίσκομαι στην αγωνία του θανάτου: Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τόνε τρομάσσει (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχομαχῶ — ψῡχομαχῶ , ψυχομαχέω fight to the last gasp pres subj act 1st sg (attic epic doric) ψῡχομαχῶ , ψυχομαχέω fight to the last gasp pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελομαχώ — αγωνίζομαι με τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελομάχος < άγγελος + μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αγγελοφορούμαι — ( έομαι) και ιέμαι βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + αφορούμαι παρά το ὑφορῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • αγκομαχώ — ( άω) 1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω 2. ψυχομαχώ 3. αναστενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + παραγ. κατάληξη μαχώ. ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχομάχημα — το, Ν [ψυχομαχώ] ψυχομαχητό …   Dictionary of Greek

  • ψυχομαχία — ἡ, Α [ψυχομαχῶ] απεγνωσμένος αγώνας …   Dictionary of Greek

  • ψυχομαχητό — το, Ν επιθανάτια αγωνία, ψυχορράγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχομαχώ + κατάλ. ητό (πρβλ. μουρμουρ ητό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”