- ψυχομαχώ
- ψυχομαχῶ, -έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Νείμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδιβ. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῑ ἀδελφός μου», Πρόδρ.γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῡντας...», Αθανάσ.)αρχ.πολεμώ απεγνωσμένα για ζωή και θάνατο, μάχομαι μέχρις εσχάτων («τὸ μὲν ψυχομαχεῑν μέχρι τῆς ἐσχάτης ἐλπίδος ἀπεδοκίμαζε», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. θαλασσο-μαχῶ. Η αρχική σημ. τού ρ. είναι «μάχομαι μόνο με την ψυχή, χωρίς ελπίδα, απεγνωσμένα», από όπου η σημ. «είμαι ετοιμοθάνατος].
Dictionary of Greek. 2013.